- δαμασίμβροτος
- δαμασίμβροτοςtaming mortalsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek
δαμασίμβροτον — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem acc sg δαμασίμβροτος taming mortals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασιμβρότου — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασίφωτα — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek